Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Μπαμπα μου, μη φυγεις..

Ενα μήνα νωρίτερα η καλή μανούλα βρέθηκε με εγκεφαλικο στο νοσοκομείο, γιατί δεν προσεχε το ζάχαρο της και έτρωγε μονίμως σοκολάτες. Για κανα δίμηνο περιπου ο Οντυ ταλεπωρηθηκε αρκετά με τα νοσοκομεία και πληρωνε αποκλειστικές νοσοκόμες για να την κοιτάνε εκεί η στο σπίτι. Ήταν σε χάλια κατάσταση. Κάποια στιγμή ήταν αδύνατο να της προσφέρουν οτιδήποτε στο νοσοκομείο και στην καλἠ Ελλάδα θα σου πούνε απλά αστην να πεθάνει...
Μιλάμε για τον Οντυ βέβαια που ελάχιστα πράγματα του ειναι αδύνατα κι αν είναι αδύνατα, παλεύει μέχρι τελικής πτώσης για να γίνουν δυνατά. Αυτά συνέβησαν Φλεβαρη με Μαρτη του 2008



Η δουλειά στην Αμερική είχε τελειώσει σε δύο βδομάδες και είχαν μείνει μόνο κάποιες συναντήσεις με κάποιους πελάτες απο κει που ενδιαφέρονταν για την εφαρμογή. Εγώ περίμενα και ξεροσταλιαζα στον υπολογιστή περιμένοντας να εμφανιστεί για να μιλήσουμε. Ήταν η πρώτη φορά που έλειψε απο δίπλα μου και είχε αρχίσει να μου λείπει. Είχαμε και αγωνία για την μαμα γιατί ήταν μόνοι τους με τις νοσοκόμες με τον πατέρα του και δεν ήταν εκεί ο Οντυ για να τους προσέχει.
Ώσπου ξαφνικά εκεί που μιλάμε με τον Οντυ και γελάμε στον υπολογιστή ενα τηλέφωνο ανακόπτει την συνομιλία μας και ο Οντυ αλλαζει χρώμα! Έγινε άσπρος σα το πανί. Τρόμαξα,... σκέφτηκα οτι θα πεθανε η μαμα του.... χαμός!
Όχι! Αυτή τη φορά ο πατέρας του δεν ήταν καλα. Η καρδια του λεει,...
-"Πρέπει να φύγω, μου λέει, γυρίζω πίσω."
-" Και η δουλεια;"
-"Θα συνεχίσει ο Μανος μόνος του."
Τον Μανο δεν τον είχαμε ικανο για πολλά πράγματα και κυρίως όχι για θεματα διαπραγματεύσεων. Ήταν ενας κοιλιοδουλος , γυρω στα σαράντα πέντε του τότε,  κακεκτυπο Έλληνα, με καταγωγή απο τις Σέρρες , που κοιτούσε να πιάσει την καλή με κάθε τροπο. Ήταν κωλοφαρδος που στο δρόμο του βρέθηκε ο Οντυ και του ανέδειξε την εφαρμογή του. Το στήσιμο της εφαρμογής ήταν δικό του. Το κομματι του Οντυ ήταν η ασφάλεια αλλα και το κομμάτι που είχε ολο το ζουμί. Αλλιως απο μόνη της η εφαρμογή ήταν άχρηστη και κοινοτυπη.
Ήταν ομως δουλευταρας, αυτο οφειλαμε και του το αναγνωριζαμε,  δεν φοβόταν την δουλεια και δεν ειχε ωράριο στο να δουλεύει. Αρκεί να φτάναμε εκεί που επρεπε,  στον σκοπο μας, την αναγνώριση και την οικονομική επιτυχία.
Και οι δυο τους, ήθελαν να γίνουν οι νεοι Bill Gates. Πιστευανε σ αυτό. Οπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Οντυ, που ήταν κι ο εμπνευστής του καλύτερου μέρους αυτής της εφαρμογής, "είναι μια εφαρμογή που λείπει, απο τον κόσμο και την χρειάζεται."



Την επόμενη μέρα πετούσε για πίσω. Όταν έφτασε δεν μπόρεσα να τον δω καθόλου ,  γιατί ήταν απασχολημένος. Μια ετρεχε για την μητέρα του και μια για τον πατέρα του, που ήταν τώρα στο νοσοκομείο.  Ο μπαμπας έμεινε στο νοσοκομείο περίπου πέντε μέρες, την έκτη μέρα, την μέρα  Σάββατο,... κατέληξε.

Εγώ ενα μήνα νωρίτερα είχα φύγει απο το σπίτι μου και πηγα για να ζήσουμε μαζι μόνιμα στο σπιτακι της γιαγιάς του. Ήξερα όμως ότι θα ελειπε αρκετά για την Αμερική οπότε επέστρεψα πισω στο σπίτι μου για να τον περιμένω. Είχε αργήσει πολύ και σκέφτηκα πως δεν είχε νόημα να έχω πια τα ρούχα μου αφημενα στο σπιτακι οπότε αποφάσισα να παω να τα πάρω.

Τον πήρα τηλέφωνο για να τον ενημερώσω.
-Ελα, πως είναι ο μπαμπάς ;
 -Τα ίδια, όπως καθε μέρα. Μου ακούστηκε ευδιαθετος στο τηλέφωνό .
-Κοιτα, λέω να παω να πάρω τα πράγματα απο το σπίτι. Είχα θυμώσει πολύ μαζί του, γιατι απο την ώρα που πάτησε το ποδι του Ελλάδα, απέφευγε να με δει. Κοντευαμε τρεις βδομάδες χωρια και ειχα αρχίσει να ζοριζομαι, ήθελα βέβαια και τα ρουχα μου.
Εγώ ήθελα να είμαι δίπλα του στα προβλήματα του, να τα μοιραζόμαστε ολα απο κοινού. Να με συμπεριλαμβάνει στη ζωή του. Τα είχαμε μόνο λίγους μήνες και δεν ειχε χρόνο για μένα. Βασικά γι αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν ήθελε να με μπλέκει με δικες του άσχημες καταστάσεις.  Ήθελε να μοιραζόμαστε μόνο όμορφες στιγμές μαζί και με αυτές ήθελε να με εχει συνδεδεμένη.

-Όχι, σήμερα, δεν είναι καλή ιδέα μου ειπε.
-Ξέχνα το! Έχω να σε δω μια βδομάδα απο την ωρα που ήρθες και με έχεις γραμμένη. Δεν θα σε ακούσω ούτε εγώ.
-Καλύτερα οχι σήμερα. Μόλις τελειώσω θα σε πάρω εγώ.
Στο τηλέφωνό δεν μου ειπε για τον μπαμπα. Δεν μου ειπε τίποτε. Το έκρυψε τελείως.


Αποκλείεται να τον άκουγα. Οχι, οτι είχα καμιά αξίωση να τον δω. Καταλαβαινα οτι δεν θα μπορούσε γιατί ήταν απασχολημένος. Αλλα ήθελα να κάνω μια βόλτα και να πάρω και τα ρούχα μου, γιατί τα χρειαζόμουν οπωσδήποτε. Ήταν Κυριακή.
Έβαλα ενα τζιν, μια πρόχειρη μπλούζα ενα φουσκωτό γιλέκο αθλητικο και τα αθλητικά γυαλιά ηλίου μου. Είχα ανάγκη για μια βόλτα. Ο καιρος ήταν υπέροχος και η Άνοιξη μέσα στην πιο παραγωγική της φάση. Ο ήλιος έλαμπε και φωτιζε τα μάτια μου στον καθρέφτη. Εβγαζα φωτογραφίες στο δρόμο.
Άκουγα μουσική δυνατά και τραγουδούσα.

Τίποτα δεν με είχε προετοιμάσει για αυτό που θα ακολουθούσε. Ζουσα στην ανοιξιάτικη κοσμαρα μου. Για τον μπαμπα δεν είχα ιδέα.....



Φτάνοντας στην πολη μπροστά μου βλεπω με το αμάξι τον Οντυ. Του κορναρω να σταματήσει αλλα δεν σταματάει βγάζει το χερι του και μου κανει νόημα να φύγω! Πρόσεξα απο το μανίκι του φορούσε σκουρο μαύρο σακάκι και στο πίσω κάθισμα εβλεπα τρία κεφάλια και στο μπροστά ενα. Μου έκανε πολυ εντύπωση που φορούσε σκούρα ρούχα τέτοια εποχή, αυτος συνήθως φοράει κοντομάνικα και εμπριμέ χρωματιστά, τώρα τι να ναι αυτο;. Αλλα και τα προσωπα, πολύ μαζεμένοι. Δεν έδωσα σημασία συνέχισα τον δρόμο μου και κατευθυνθηκα για το σπιτακι. Έτσι κι αλλιώς ειχα κάτι ρούχα να μαζέψω και δεν ήθελα να καθυστερησω.

Φτάνω στο σπιτακι και αρχίζω με μανία να βάζω τα ρούχα μου σε σακούλες. Έφτασα στη μια το μεσημέρι και μόλις τελείωσα πήγε τρεις παρά. Παίρνω τον Οντυ τηλέφωνο μου λεει, "Μην φύγεις αν θέλεις θα έρθω εκεί αργότερα."
 Περίμενα καμιά ωρα. Παρακολουθούσα μια εκπομπη ψυχολογίας στην τηλεόραση. Μόλις τελείωσε βαρέθηκα. Δεν σκοπευα να μείνω εκει το βράδυ μόνη μου. Ήθελα να φύγω και να γυρισω σπίτι μου. . Τον πήρα πάλι τηλέφωνο και μου το έκλεισε. Απο κει κι έπειτα όσες φορές κι αν τον έπαιρνα τηλέφωνο μου το έκλεινε, δεν το σηκωνε.
Αφου δεν απαντούσε στα τηλέφωνα μαλλον δεν θα ερχόταν, οπότε τι να έκανα εκει μόνη μου; Φοβόμουν να μείνω μόνη.
 Ετοιμάστηκα να φύγω. Έβαλα τις σακούλες στο αμάξι μου που ήταν και ελαφρώς βαριές, κλειδωσα το σπίτι κι έβαλα μπρος να φύγω. Φτάνοντας στο σταυροδρόμι στο τέλος του δρόμου που οδηγούσε μόνο για το σπιτακι της γιαγιάς, κόλλησα. Δεν ήξερα απο που να στριψω. Δεξιά οδηγούσε απο το κέντρο της πόλης οπου και είχαν εκδηλώσεις κι αν πηγαινα απο κει θα με καθυστερουσαν. Αριστερά έκανες τον γύρω για να βγεις απο την πολη, αλλα δεν με κυνηγούσε κανείς, βόλτα θα έκανα και σε ενα δρόμο με λιγότερη βαβούρα απο τον αλλο.
Αποφάσισα να παω αριστερά για να εχω την ησυχία μου, χωρίς θορύβο και τραγούδια και........ το τιμόνι έστριψε μόνο του δεξιά! Έλα Χριστε και Παναγία, τώρα δεν ειπα θελω να  παω αριστερά ; Τι μου ρθε; Πραγματικά δεν μπορούσα να αποφασίσω απο που να πάω.
Λίγα μέτρα παρακάτω παθαίνω πατατρακ! Βλεπω και πάλι το αυτοκίνητο του Οντυ! Κοκκαλωνω το αμάξι. Αυτή τη φόρα, δεύτερή σύμπτωση δε μου ξεφεύγει, κάπου εδώ κοντά θα είναι θα τον βρω. Μπροστά μου μια εκκλησία των Αγ. Αναργύρων, κατευθυνομαι προς τα εκεί, κόσμος πολυς βγαίνει απο την εκκλησία αλλα δεν βλεπω καλά ποιοι είναι . Φτάνω κοντά και αντιλαμβάνομαι οτι μόλις έχει τελειώσει μια κηδεία . Παγώνει το αίμα μου. Κάτι αρχίζω να ψηλιαζομαι... Βρίσκω μπροστά μου εναν γνωστό μου παπα και τον ρωταω,
-Ποιος πεθανε;
-Ένα παλικαρακι 19 χρονών
-...
-Κι ένας παππούς.
Αυτός με νοιαζει Χριστιανε μου!
Πλησιάζω την πόρτα της εκκλησίας που είχε αναρτημένα κηδειοχαρτα. Όντως στο ενα ειχε μια φωτογραφία ενός νεαρού παιδιού και στο αλλο ενας κύριος που εμοιαζε φρικτά τον Οντυ!
Ώστε αυτός είναι ; Αυτός είναι ο πατέρας του που δε θέλησε ποτέ να μου γνωρίσει. Μου κόπηκε το αιμα! Και τώρα ; Πεθανε; Κι εγώ βλεπω μόνο την φωτογραφία του;
Του το έλεγα! Άπειρες φορές με όλους τους τρόπους σε καθε τονο... "Γνωρισε με στους γονείς σου! Θα τους κανει καλό να με δούνε. Εγώ δεν ειμαι σαν την πουτανα που είχες μπλέξει και το ξέρουμε και οι δυο! Θα τους κανει καλό να με δούνε, θα πάρουν ελπίδα. " Αρνιόταν πεισματωδως και ανεξήγητα.
Θελω να γίνει όταν θα ειμαι έτοιμος ( εννοούσε οικονομικά) και θα σας παω στου ξαδερφου μου να μας κάνω όλους το τραπεζι...
Εμ, αν περιμένουμε εσένα χρυσε μου, ποιος ζει, ποιος πεθαίνει.
Ο πατέρας του πεθανε απο ανακοπη καρδιάς, απο στεναχώρια. Ειχε μόνο ενα εγχειρισμενο ποδι, που ειχε μάθει να ζει μ αυτο αν και κλεισμενος μεσα στο σπιτι, αλλα κατα τα αλλα ηταν καταγερος και υγιέστατος κοντα στα 78 του χρόνια. Δεν ειχε το παραμικρό παθολογικά. Ήταν ομως απελπισμενος. Μετρούσε απο μια κόρη ενα διαζύγιο στα 34 της, και φοβόταν οτι πια δεν θα εβλεπε εγγονι απο αυτη, μια αστατη και χωρις μέλλον ζωη απο τον γιο του, με τα επικίνδυνα που είχε μπλέξει και χωρίς γυναίκα στο πλευρό του, και τωρα εβλεπε και την αγαπημένη του γυναίκα φυτό στο κρεβάτι. Δεν αντεξε αλλο,... απο την απελπισία σταματησε η καρδιά του. Κι έτσι δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να τον γνωρίσω ζωντανά γιατί είχα τρόπους και δεν τολμησα ποτέ να χτυπησω την πορτα τους απρόκλητη και να τους πω  "γεια σας, είμαι η κοπέλα του Οδυσσέα, με θέλετε ;"

Κοιτούσα συντετριμμενη την φωτογραφια του στο κηδειοχαρτο για αρκετά λεπτα, και ένιωθα σαν να του μιλουσα. "Γεια σας , ειμαι η Λίντα.  Συγνώμη, δεν ήθελα να έρθουν ετσι τα πράγματα"
Σε μια στιγμή ξύπνησα απότομα, σαν καποιος να με χτύπησε για να ξυπνήσω. Γυρίζω την πλατη μου, και κατεβαίνω τα σκαλιά της εκκλησίας γρήγορα. Στο τελευταίο σκαλι κοιταζω αριστερά και βλεπω κονβόι  τον Οδυσσέα με συγγενείς και ενα. παπα μπροστά να κατευθύνονται στα μνήματα.
"Ως εδω τα παιχνίδια σου αγοράκι, σκέφτηκα, τώρα δεν μου την γλιτώνεις , θα μου το πληρώσεις αυτό." Ειχα γίνει μαινόμενος ταυρος που τολμησε να μου αποκρύψει κατι τόσο σοβαρο. Ετρεξα στο αμαξι μου και τους ακολουθησα και σκεφτόμουν στον δρομο....γιατι να μου το κρύψει ; Γιατί ;

Στα μνήματα έφτασα μαζι με το μπουγιο σαν την μυγα μες το γάλα. Αλλοι με μαύρα, άλλοι μεγάλοι, κι εγω η πιο μικρή, ξεμπαρκη, με τζιν, σπορτεξ και σπορ μπουφάν. Με σκυμμένο το κεφαλι ακολουθησα το πληθος. Το μόνο που με εσωζε ήταν η κηδεια του μικρου παιδιού αλλα γινότανε  στο πιο πάνω μνήμα. Ξαφνικά στην ανηφόρα μπροστά μου βλεπω την νεκροφορα, κι απο μεσα βγαίνει ο Οντυ και τρέχει να ανοίξει την πόρτα του συνοδηγου. Βγαίνει μια πανύψηλη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα και με μαύρα μαλλιά. Την πιάνει αγκαζε και κατευθύνονται προς το μνήμα του πατέρα τους. Ήταν η αδελφή του, που έφτασε αρων αρων απο Γερμανία. Τρομαξα πολυ που την ειδα. Για μια στιγμή τρομαξα χειρότερα πως ήταν η γυναίκα του, αλλα συνηλθα γρήγορα γιατί μοιαζανε πολυ.  Ήταν καταρρακωμένη και έκλαιγε πνικτα.

Έφτασα κοντά και στάθηκα ακριβώς απέναντι τους για να του τη σπάσω. Ποσα θες να μας τρελάνεις ρε ατιμε; Κι εδω ακόμα θα κανεις οτι δεν με γνωρίζεις;
Μου έριχνε κλεφτα βλέμματα δυσανσχετησης γιατί του χαλουσα τι; Δεν μπορούσα να καταλάβω.
Η αδερφη του οπότε με κοιτούσε νομιζα θα με φάει ζωντανή. Δεν με ήθελε. Δεν με θέλησε ποτέ για τον αδερφο της γιατί θεωρούσε ότι ειμαι μικρή για αυτον και θα τον πληγωσω οπως η άλλη... χωρις να με ξέρει, χωρις να με εχει γνωρίσει ποτέ...
Μολις τελείωσε η λειτουργία, έφτασα στον τάφο και πεταξα λίγο χώμα,... ένιωσα συγχώρηση για ολα οσα ειχα πει και νιώσει για το προσωπο του. Ένιωσα ασφάλεια οτι δεν ειχα κανει λάθος που βρεθηκα εκει.

Έφυγα για το σπίτι προδομένη. Δεν πίστευα οτι μου ειχε κανει κατι τέτοιο. Ήθελα μια εξήγηση. Με πήρε τηλέφωνο...
-Τι καταλάβες;
-Πας καλα, χρυσε μου; Μου ζητάς και τα ρέστα μετα απο αυτο που έκανες ;
-Μόλις φύγει η αδερφη μου θα σε παρω να βρεθούμε και να σου εξηγήσω.
Μου εδωσε να νιώσω οτι με ήθελε πολύ δίπλα του εκείνη την στιγμή αλλα ότι ήταν αδύνατο να με εχει μαζι του. Θυμωσε κιόλας γιατί λέει, εγκατελειψα το σπιτακι μας παίρνοντας τα πράγματα μου. Οχι, μωρο μου να μου βγεις και απο πάνω... Συνελθε.
Είχα αγωνία να τον συναντήσω. Μετά την εξήγηση του, ήθελα να του συμπαρασταθω περισσότερο παρά να του είμαι θυμωμένη. Ειχε γίνει πολυ ευάλωτος κι οσο ήμουν μαζί του γινόταν ολο και καλύτερα.
Πόνεσε πολυ που έφυγε ο μπαμπάς, έφυγε νωρίς...