Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

Summertime Sadness..

(...)


Ημουν μουδιασμενη. Ενιωθα παραλυτη να κανω το οτιδήποτε. Στεκομουν στο μπαλκονι του σπιτιου μου της πισω αυλης, χαζευα τα ελαιοδεντρα και τις λεμονιες, και αφουγκραζομουν το πλαταρισμα των κυμματων της θαλάσσας που εφτανε ως τα αυτια μου...Η αλμυρα και τα αρωματα του καλοκαιριου μουδιαζαν τα μαγουλα μου.

"Γυρισε....Ω Θεε μου, γυρισε... Και τωρα τι να κανω;"  Ποσο ηλιθια ημουν που νομιζα οτι μπορουσα να τον ξεγραψω.. Δεν μπορω να το κανω. Δεν γινεται, δεν ειναι δυνατον! Εχει δεθει τοσο πολυ με την ιδιοσυγκρασια μου, εχει γινει τοσο μεγαλο αναποσπαστο κομματι του οργανισμου μου, εχω ονειρευτει τοσο ομορφα πραγματα μαζι του, που...Πως μπορεις να κοψεις το οργανο σου; Το χερι σου, το νεφρο σου, το ποδι σου, την καρδια σου... Δεν ειχα νιωσει ποτε ξανα ετσι στο παρελθον για κανενα. Πως μπορουσα να αφησω ολα αυτα τα συναισθηματα να χαθουν; Ακομα κι αν δεν ζεις μαζι με τον ανθρωπο που ονειρευεσαι τοσο συχνα, θέλεις να ξερεις οτι εστω και απο μακρυα υπαρχει στη ζωη σου. Ολα αυτα ομως δεν τα ηξερα ακομα. Δεν γνωριζα τι νιωθω. Τωρα το μαθαινα. Τωρα! Μετα απο το πρωτο χαστουκι.

Σε ολους τους ανθρωπους καποια στιγμη λειτουργει η λογικη. Πρυτανευει ως φυσικο επακολουθο. Καποια στιγμη, σταματας να πονας, γιατι ο πονος δεν εχει αλλο θεση στην καρδια σου, στον οργανισμο σου, στα κυτταρα σου. Σταματας να λειτουργεις με το συναισθημα, γιατι ξερεις οτι αν συνεχισεις θα καταρρευσεις. Και επιλεγεις πια, κανεις μια επιλογη. Διαλεγεις το δεξι απο το αριστερο, το ασπρο απο το μαυρο, κατι πρεπει να διαλεξεις. Αλλιως εισαι σε τελμα. Δεν γινεται αλλο να αφηνεις το νευρικο σου συστημα να τσιτωνεται και να καταρρέει . Πρεπει να παρεις μια αποφαση.

Σε μενα αυτη η διαδικασια σκεψεως ερχοταν και εφευγε με ταχυτητα φωτος. Συνεχεια, καθημερινα, αδιακοπα, ακομα και στον υπνο μου. Τι να κανω; Τι να διαλεξω; Και επιλογη δεν ερχοταν ποτε. Η απαντηση παντα μεσα μου ηταν μια, σκληρη, ανεπιθυμητη, εκνευριστικη, και ειρωνικη.....ΥΠΟΜΟΝΗ! Αυτο ηταν το γραμμενο μου. Αυτη ηταν η παραλυσια μου. Αυτο ηταν το πεπρωμενο μου. Δεν μπορουσα να παρω μια αποφαση. Οσες φορες κι αν διαλογιστηκα, οσο κι αν κρατησα την αναπονοη μου για να πιεσω τον οργανισμο μου να αντιδρασει, οσο κι αν προσευχηθηκα, αδιακοπα και ασκητικα για να μην τρελλαθω εντελως...η απαντηση και η φωνη ίδια και με τον ιδιο τονο.. "ΚΑΝΕ ΥΠΟΜΟΝΗ"

Ποσο τιμητικο. Ποσο υπεροχο, μια ανωτερη δυναμη απο πάνω να σου αναθετει ενα εργο, και να σου ζηταει να κανεις υπομονη και να το αντεξεις. Ποσο σκληρο, αλλα και ποσο ενδοξο να εχεις περασει απο ενα τρομερα δυσκολο δρομο, ενα ταξιδι μονο κυμματα, μονο δυσκολιες, και τελικα καθε μερα να αντεχεις ακομα. Να θελεις να ελπιζεις, να λες Δοξα το Θεο, υπαρχω ακομα, και δεν εχω τρελλαθει, εχω το μυαλο μου σωο.

Ο ανθρωπος αυτος με ειχε αναγκη και μου το ελεγε και μου το εδειχνε. Παντα μου ελεγε και παντα ξεχνουσα τα λογια του, γιατι εβαζα πανω απο το εργο αυτο τον εαυτο μου, "Σ αυτη την υποθεση, το μεγαλυτερο ρολο παιζει η ψυχολογια, αν μου την "γαμας" δεν μπορω να ειμαι νηφαλιος για να συνεχισω. Αν δεν μπορεις να εισαι μαζι μου σ αυτο, ασε με να συνεχισω τοτε μονος μου."
Τρομος! Τρεμαμε και οι δυο στην ιδεα να χασουμε ο ενας τον αλλον. Κυριως το πεισμα που σε πιανει γιατι σκεφτεσαι οτι δεν θελεις να ζησεις τη ζωη που σου επιβαλλουν. Θα κανεις τη ζωη που θελεις εσυ, ακομα κι αν ερθει μετα απο σαραντα κυμματα. Μας πεισμωνε περισσοτερο οσο σκεφτομασταν οτι "καποιοι 'αλλοι" χωρις να το ξερουν φυσικα, θελανε να μας επιβαλλουν να ζουμε χωριστα.

Πολλες φορες σκεφτομουν σε τι τοιχο παω και χτυπαω μονη μου; Πως μπορω εγω τοσο μικρη και ασημαντη, να τα βάλω με μια τετοια "υπερδυναμη"; Ακομα κι ο Οδυσσεας, που ειχε πολλες οκαδες παραπανω μυαλο απο μενα, και ειχε περισσοτερη εξουσια για να τους χειριστει οπως θελει, φροντιζε να τους αντιμετωπιζει μονο διπλωματικα και πλαγιομετωπικα και ποτε κατα "μετωπο"
Μου έλεγε συχνα, "Ποτε μην ξυπνας, κοιμισμενα σκυλια." και "αντιμετωπιζε τους εχθρους σου με τα ιδια τους τα οπλα, αν δεν εχεις δικά σου" Ο Θουκιδιδης θα εδινε την ψυχη του στο διαολο, για να ζησει αλλη μια ζωη και να γραψει αλλη μια τετοια ιστορια. Με εναν ακομα Οδυσσεα.


Προσπαθουσα αρων αρων, να καλυψω το παρανομο φλερτ που ειχα δημιουργησει, για να μην υπαρχουν στοιχεια γυρω μου που θα με ενοχοποιησουν. Τι λεμε τωρα; Το φλερτ αυτο ηταν ασημαντο, και ειχε ζωη μονο μεχρι να γυρισει ο Οδυσσεας, και για να σκεδασει τον πονο μου. Πραγματικα, με την επιστροφη του, με κουραζε και μονο να σκεφτομαι οτι εχω το νουμερο του τηλεφωνου καποιου άλλου στην κινητη συσκευη μου, κι οτι μπορει να χτυπησει για να με ενοχλησει.
Τον πηρα εγω και του το ειπα χυμα,
-"Εξαφανισου, γυρισε ο δικος μου, και τον θελω ακομη, μη με ενοχλησεις αλλο.
Το περιμενε οτι θα συμβει αυτο. Δεν στεναχωρεθηκε, απλα τσατιστηκε που δεν προλαβε να κανει αυτα που ηθελε.

Στον επόμενο τονο, ο Οντυ βρισκόταν σπίτι μου, στις 4.00 τα ξημερώματα, δύο μέρες μετά τα γενέθλιά μου, κι εγώ χαπακωμενη με τέσσερα χάπια βαλεριανα, και κοντευε να με πάρει ο ύπνος. Δεν παίρνω και δεν εχω πάρει ποτε ηρεμιστικά η ψυχοφάρμακα. Η δύναμη που μου χαρίζει το μυαλό μου, δεν μου έχει επιτρέψει ποτέ μέχρι τώρα ακόμα και στον μεγαλυτερο πόνο, να χάσω τελείως την ψυχραιμία μου και το λογικό μου. Είχα όμως άγχος. Άγχος χαράς και αγωνία να τον δω μετά απο ενα μηνα και κάτι που είχε λείψει. Στο διάστημα αυτό κοντευα να γίνω μια άλλη, να αλλάξω για να τον ξεχάσω. Τώρα ομως γύρισε, κι εγω επέστρεφα στον εαυτό μου. Τον αληθινό εαυτό μου. Αυτον που φωτίζεται ολόκληρος όταν είμαι μαζί του.

Έφτασε με ενα κάμπριο σε μαυρο, νοικιασμένο, γιατί θα έμενε για λίγο και ήξερε ότι τα είχα αδυναμία. Στις αποσκευές του πολλα δώρα, μα το καλύτερο, η αγκαλιά του κι οτι κι αυτός ήταν έτοιμος να καταρρεύσει πιάνοντας με στα χέρια του, μετά απο τόσο καιρό. Δεν πίστευα αυτο που ζουσα, αλλα και ο πόνος με μίας είχε απαλύνει.

Ήθελε να με πάρει απο κει και να φύγουμε σε καποιο νησί, κάνοντας μου και ενα υπέροχο τραπέζι μόνο για δύο για τα γενέθλιά μου. Δεν τον άφησα.. Η κούραση μου να τον περιμένω τόσες μέρες με ειχε τσακίσει και δεν είχα κουράγιο για τίποτα. Δεν ήθελα και να του κάνω και κανενα χατίρι απο πείσμα  για τον πόνο που μου προκάλεσε. Πήγαμε ενα χωριό παραδίπλα και κλείσαμε μια βδομάδα σε ενα ξενοδοχείο, με περισυλλογή και πολλή συζήτηση για το που πάμε ;

Που πάει αυτή η κατάσταση; Που οδηγεί ;
Ήθελα καθε μερα να βλεπω το προσωπο του, κι αυτός το δικο μου, να τρώμε να χαλαρώνουμε στη θάλασσα και στην πισίνα, να πίνουμε καφέδες το πρωί και κοκτέιλ το βράδυ και να μιλάμε ασταμάτητα για ότι είχε συμβεί. Μου εξηγησε εν ολίγης σε τι αποστολή είχε βρεθεί. Κάπου στην αραπια, να σπαει κώδικες και να ξεκλειδώνει δηλητηριασμενους υπολογιστες με πολύτιμα δεδομένα. Μια αποστολή, τριαντα μέρες αυπνος με μονο δύο η τέσσερις ωρες ύπνο ανα διήμερο, με αδρεναλίνη στα χίλια, και άγχος στα χίλια εκατό και με μια θλίψη στη σκέψη του, για το τι να κάνω εγώ τόσο καιρό μονη...

Αυτές ήταν οι πρώτες μας διακοπές. Το πρώτο μας μαρτυρικό καλοκαιρι. Μια ξενερωτη βδομάδα σε ενα καλό ξενοδοχείο με πισίνα και πουτανες πολυτέλειας που ψωνιζανε πλούσια θύματα, να μετράμε πληγές, ψυχικές και σωματικές- ο Οδυσσεας έκαψε τα χέρια του με c4 πάνω στην αποστολή - να προσπαθούμε να γεμίσουμε κάθε σπιθαμή των άδειων μας μπαταριών και να μην γεμίζουν με τίποτα. Αλλα και μόνο που ειχαμε ξανά ο ένας τον αλλον αυτο μας έφτανε, και ταυτόχρονα να προσπαθούμε να ξεχάσουμε οτι μας πόνεσε, οτι μας διελυσε κι ότι ετοίμαζε το έδαφος για να μας κανει πιο δυνατους....

Τα χειρότερα έρχονταν....

Το πρώτο βράδυ έκλαψα πολυ στην αγκαλιά του. Ένιωθα απέραντα προδομένη, τον κατηγορουσα και τον εβριζα ολο το βράδυ,  κι αυτός με υπομονή άκουγε να βγάζω τα απωθημένα μου και τη χολή μου, χωρις να διαμαρτύρεται. Ήξερε τι τράβηξα και απλά παρακολουθούσε την αντίδραση μου, σαν να με εξετάζει. Με μετρούσε και προβληματιζοταν πως θα μπορούσε να αποτρέψει ξανα μια τέτοια κατάσταση και να μην αποκλυεται καθε επικοινωνία μαζι μου, αν πρεπει να εξαφανιστεί για κάποια αποστολή.
 Εκλαιγα, με άκουγε και σκεφτόταν. Εγώ ήλπιζα πως θα ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που περνουσα μια τέτοια απώλεια... Τον ρωτούσα ξανά και ξανά "Θα φύγεις ; Πότε θα φύγεις παλι; Θα λειψεις ξανά τόσο πολύ ; " Και οι απαντήσεις του αβέβαιες και με περισσότερα ερωτηματικά απο τα δικα μου. Αναρωτιόταν ποσο ακόμα θα άντεχα ενα τέτοιο χτύπημα σαν κι αυτό και έτρεμε την στιγμή που θα τον εγκατελειπα, πολυ λογικά, πολυ φυσικά,  γιατί απλά δεν θα άντεχα αλλο.
 Θα με δικαιολογούσε αλλα δεν θα το αντεχε. Θα επρεπε να πονέσει αυτός για να μην ποναω εγώ. Ποτέ δεν με κρατησε με το ζόρι, ποτέ δε με εκβιασε συναισθηματικά, μου έδειχνε μόνο οτι λόγο ακομα κι  αυτής της δυσκολίας δεν ήθελε να με χάσει, οπως απλά ένας ερωτευμένος δεν είναι έτοιμος να χάσει το αντικείμενο του πόθου του, όποιος κι αν είναι ο λόγος που επιδιωκει να τους κρατήσει χωρια. Παράλληλα, όμως ειχε ανάγκη και το λιμάνι του, αυτό που τον ξεκουραζε απο ολη αυτή την τρελα των αποστολών. Αυτό που το ξελαφρυνε απο τα βάρη του, τις έννοιες του, αυτο που του αδειάζει το μυαλό απο ενα σωρό άχρηστες και δυσάρεστες σκέψεις.... Ποιες;

Εβλεπε τα πάντα εκεί που πηγαινε.. Πόση δυστυχία κουβαλάει αυτός ο κόσμος, πόση αδικία ανέχεται, πόσοι αθώοι την πληρώνουν για τα γούστα των παραφρονων εξουσιαστών του κοσμου, ποσο πιόνι ειχε καταντήσει και πόσο ήθελε να φύγει απο αυτόν τον πόνο που αναγκαζόταν να μοιράζεται. Καθε φορά το προσωπο του σκοτεινιασμενο, με επιπλεον ρυτίδες γύρω απο τα μάτια. Η κούραση γινόταν ενα με το σώμα του, και σημάδια ατυχημάτων πάνω στο κορμι του, δήλωναν πως ολο αυτό δεν τον αφήνε αλώβητο όχι μόνο στην ψυχή αλλα και στο σώμα.
Δεν ήθελε να σταματήσει να βοηθαει, ήθελε να σταματήσει να πονάει για τα βάσανα του κόσμου. Θα συνεχίζε να βοηθάει με τον δικό του τροπο. Ήθελε απλα, μια ευκαιρία, να αράξει με την δική του αγαπημένη και να απολαύσει τον μικρόκοσμο που ζούμε ολοι, χωρις να φοράει τα μάτια του Θεού.


Δεν με εκβιασε και δεν με πίεσε ποτέ να μείνω , απλα, δυστυχώς γι αυτον, με ερωτεύτηκε.

Ενα υπέροχο καλοκαιρι, πιο ερωτευμένη απο ποτέ. Με εναν ανθρωπο έτσι οπως τον εχω ονειρευτεί, με την αγαπη και τον έρωτά να ξεχυλιζει απο παντού μας. Ενα δροσερό και συνάμα καυτό καλοκαιρι, έτσι όπως το ονειρευόμουν σ όλη μου τη ζωή και δεν το ειχα ζήσει ποτέ μέχρι τότε. Με κανεναν. Έτσι το ήθελα πάντα. Να νιώθω ασφαλής, να μην με νοιάζει τίποτα, γιατί τον έχω δίπλα μου, να θέλω να σταματήσει ο χρόνος εκεί. Ο κόσμος γύρω μου να είναι πανέμορφος κι εγω να νιώθω Εύα στον Παράδεισο με τον Αδάμ να κάνουμε όνειρα για το μέλλον.

Μια βδομάδα κρατησε, και μου έφτασε γιατί ήξερα ότι δεν θα ξαναφυγει πολύ σύντομα κι ότι θα τον έχω δίπλα μου καιρό. Το καλοκαιρι, τελιωνε και γυρνουσαμε πίσω σπίτι μας να ξεχειμωνιασουμε. Έφυγε πρώτος αυτός να τακτοποιήσει το σπίτι και σε λιγες μέρες θα πήγαινα κι εγώ.

Η εβδομαδα τελειώσε, το καλοκαιρι έσβηνε, οι αποστολές όμως όχι.....

Κάτι ομως είχε μείνει ξεχασμένο στο συρτάρι... ενα πρόβλημα που δεν λύθηκε ποτέ.